συμμιγής

συμμιγής
-ές, ΝΑ
αναμεμιγμένος, σύμμικτος
νεοελλ.
φρ. «συμμιγής αριθμός»
μαθημ. αριθμός που δεν ανήκει στο δεκαδικό σύστημα και ο οποίος αποτελείται από περισσότερα τού ενός μέρη τα οποία εκφράζουν το ίδιο φυσικό μέγεθος αλλά έχουν διαφορετικές μονάδες μέτρησης
αρχ.
1. συγκεχυμένος («ἠχὴ ἄκριτος καὶ συμμιγής», Πλούτ.)
2. (για σκιά) πυκνός
3. (για δρυμό) σύσκιος
4. (για νερό) πυκνόρρευστος
5. κοινός σε δύο ή περισσότερα άτομα («ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ συμμιγῆ κακά», Σοφ.)
6. ονομασία είδους επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -μιγής (< μίγνυμι), πρβλ. -μιγής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμμιγής — mixed up together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμιγής αριθμός — Κάθε συγκεκριμένος αριθμός που αποτελείται από άλλους, των οποίων οι μονάδες έχουν ιδιαίτερες ονομασίες και είναι πολλαπλάσια ή υπολλαπλάσια μιας και της ίδιας μονάδας. Π.χ. η ηλικία του Α είναι: 12 έτη, 4 μήνες και 7 ημέρες. Ο αριθμός αυτός, που …   Dictionary of Greek

  • συμμιγής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ανάμεικτος. 2. «συμμιγείς αριθμοί», αριθμοί που αποτελούνται από ομοειδείς αριθμούς των οποίων οι μονάδες είναι πολλαπλάσια ή υποπολλαπλάσια της ίδιας αρχικής μονάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμμιγῇς — συμμίγνυμι aor subj pass 2nd sg συμμῑγῇς , συμμίγνυμι aor subj pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμιγῆ — συμμιγής mixed up together neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συμμιγής mixed up together masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συμμιγής mixed up together masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμμιγής — συμμιγής , συμμιγής mixed up together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμιγές — συμμιγής mixed up together masc/fem voc sg συμμιγής mixed up together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμιγοῦς — συμμιγής mixed up together masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμιγέες — συμμιγής mixed up together masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμιγέεσσι — συμμιγής mixed up together masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”